- φασιστικός
- [фасистикос] εκ. фашисткий.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
φασιστικός — ή, ό, Ν [φασίστας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φασισμό ή στον φασίστα 2. (κατ επέκτ.) ολοκληρωτικός, δικτατορικός, δεσποτικός … Dictionary of Greek
φασιστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φασισμό ή το φασίστα (βλ. λ.): Φασιστικές οργανώσεις. 2. απολυταρχικός, δικτατορικός, δεσποτικός, που επιβάλλεται με τη βία: Η φασιστική διακυβέρνηση του Γ. Παπαδόπουλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φασιστοειδής — ές, Ν 1. φασιστικός 2. αυτός που αποκλίνει προς τον φασισμό 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα φασιστοειδή οι φασίστες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασίστας + ειδής*] … Dictionary of Greek
χιτλερικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στον Χίτλερ ή συνδέεται με το όνομα, με το ποιόν και με την πολιτική τού Χίτλερ, ναζιστικός, φασιστικός (α. «χιτλερική ιδεολογία» β. «χιτλερική νεολαία» γ. «χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης») 2. το αρσ. και θηλ.… … Dictionary of Greek
ναζιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ναζισμό, φασιστικός: Ναζιστική θεωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)